- σωματολογία
- ηεπιστήμη που μελετά τις μεταβολές του σώματος των ανθρώπων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωματολογία — Η επιστημονική παρακολούθηση και εξέταση των μεταβολών τις οποίες γνωρίζει το σώμα εξωτερικά με το πέρασμα της ηλικίας, κυρίως ως την ενηλικίωση. Στην ανθρωπολογία, σ. ονομάζεται κυρίως ένας κλάδος της που μελετά τις διάφορες μορφές του σώματος… … Dictionary of Greek
σωματολογικός — ή, ό Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σωματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Χορτάκη] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… … Dictionary of Greek
σωματολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σωματολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)